“Μαμά σε Αγαπάω, αλλά δεν σου ανήκω!” Πόση γονεϊκότητα τελικά είναι αρκετή;

Πόσες φορές έχει βγει μέσα από την ψυχοθεραπευτική διεργασία η φωνή που πασχίζει να ελευθερωθεί, να διαφοροποιηθεί με λόγια σαν και αυτά: “Μαμά σε Αγαπάω, αλλά δεν σου ανήκω!”.

Η σχέση μεταξύ μητέρας και παιδιού αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της ανθρώπινης ανάπτυξης και της ψυχικής υγείας. Λέω για την μητέρα, διότι συνήθως είναι εκείνη η σχέση που αποτελεί τον πρώτο σημαντικό άλλο στην ζωή ενός παιδιού – αυτό δεν σημαίνει ότι και ο πατέρας δεν έχει σπουδαίο ρόλο και ότι δεν ισχύουν όλα όσα γράφω και για εκείνον.

Φυσικά το βρέφος είναι προετοιμασμένο να προσκολληθεί σε έναν ενήλικα – όποιος και να είναι αυτός – αρκεί να του παρέχει την φροντίδα που χρειάζεται, ακόμα και αν δεν είναι ο βιολογικός του γονιός!

Στη σύγχρονη ψυχολογία, οι ερευνητές αναζητούν την πολυπλοκότητα και την επίδραση αυτής της σχέσης στη ζωή των ατόμων. Σε αυτό το άρθρο θα εξετάσουμε τον διάλογο μεταξύ μητέρας και παιδιού μέσα από τα λόγια που αποτυπώνουν τις συναισθηματικές και ψυχολογικές διαδικασίες. Μέσα από αυτό το άρθρο, θα «απο-μεταμφιέσουμε» την αγάπη και θα δούμε πώς μπορεί να επηρεάσει την ψυχική υγεία και τη συναισθηματική ανάπτυξη των ατόμων και φυσικά θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε το ερώτημα: Πόση γονεϊκότητα είναι αρκετή;

Αρχικά, η συμβιωτική σχέση χαρακτηρίζεται από μια παντοδύναμη αίσθηση της ολικής συνένωσης μητέρας και παιδιού, που σχηματίζουν έτσι μια «ενότητα για δύο». Η έννοια της συμβίωσης και της συμβιωτικής σχέσης προέκυψε από τις παρατηρήσεις της Margaret Mahler για τη σχέση μητέρας-μωρού και αργότερα εφαρμόστηκε στην κλινική πράξη. Η σχέση αυτού του τύπου είναι τεράστιας σημασίας για την ανάπτυξη του παιδιού όμως έχει πολύ συγκεκριμένο χρονικό περιθώριο ύπαρξης.    Αν η μητέρα βρει παρηγοριά σε αυτή την τόσο στενή σχέση, (που σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί για εκείνη την πρώτη τόσο στενή σχέση και ταυτόχρονα δεν γνωρίζει να εκφράσει και να διεκδικήσει ή δεν υπάρχουν οι συνθήκες ώστε να φροντίσει τις δικές της συναισθηματικές ανάγκες) τότε “κάθεται” σε αυτή την σχέση και χωρίς να το συνειδητοποιεί την διαιωνίζει. Έτσι φτάνει το παιδί στην εφηβεία και ακούμε φράσεις από την μητέρα ή τον πατέρα όπως: “περάσαμε στο πανεπιστήμιο”, “περνάμε εφηβεία”.

Όλη η γονεϊκότητα διακινείται στο συνεχές δίλημμα πόση αποδοχή και πόση πρόκληση να προσφέρω στο παιδί μου; Με άλλα λόγια αν στην συνταγή βάλουμε πολύ αποδοχή τότε το παιδί δεν θα έχει τις απαραίτητες προκλήσεις από την ζωή οι οποίες θα το ενδυναμώσουν σαν την αντίσταση που του ασκούν τα τοιχώματα της μήτρας κατά την γέννηση του και του “γυμνάζουν” το μυϊκό σύστημα και την ψυχική του δύναμη. Μια εμπειρία ίσως πολύ χρήσιμη την οποία χάνουν δυστυχώς τα παιδιά που έχουν γεννηθεί με καισαρική τομή.

Από την άλλη μεριά αν ο γονιός δεν είναι υπερ-προστατευτικός και πάει στο άλλο άκρο τότε οι προκλήσεις που μπορεί να βιώνει το παιδί μπορεί να είναι δυσανάλογες με την ηλικιακή του ωριμότητα και να ματαιώνεται βαθιά διότι δεν καταφέρνει να ανταπεξέλθει στην ζωή.

 Αν και τα δυο άκρα είναι εμφανή, στην πραγματικότητα σε πολλές περιπτώσεις ισχύουν και τα δύο.

Σκεφτείτε έναν γονιό ο οποίος πιστεύει ότι το παιδί του μπορεί να καταλάβει την έννοια των χρημάτων από τεσσάρων ετών. Όσο και να προσπαθεί να του το μάθει εκείνο αδυνατεί να την κατανοήσει πολύ απλά διότι αυτό είναι για επόμενη ηλικία όπου ο εγκέφαλος του θα έχει ωριμάσει περισσότερο. Όταν λοιπόν το παιδί τα βάψει μαύρα και ματαιωθεί τόσο πολύ μέσα στην απελπισία του έρχεται ο γονιός “σωτήρας” και του προσφέρει την ατελείωτη αγκαλιά μέσα στην οποία μπορεί το παιδί να σωθεί από τα δύσκολα της ζωής (τα οποία τα έχει παρουσιάσει ο ίδιος ο γονιός λίγο πιο πριν!). Όπως λέει και ο λαός μας: Να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω μέλι. Με άλλο λόγια πολύ συχνά διαπιστώνω ότι ένας γονιός έχει την αγωνία ότι το παιδί του δεν θα επιβιώσει στην ζωή και του φορτώνει αυτό το άγχος με το να του προσφέρει “εφόδια” για την ζωή (γαλλικά, πιάνο, τένις…) και μετά γίνεται και αυστηρός μαζί του που δεν μπορεί να ανταπεξέλθει. Όταν όμως συνειδητοποιήσει ότι έχει πιέσει το παιδί του νιώθει ενοχές και τότε περνάει στο άλλο άκρο της υπερφροντίδας.


Το ίδιο ακριβώς βασανίζει και εμάς τους ενήλικες όσον αφορά την αυτοφροντίδα. Παλεύουμε με την ισορροπία μεταξύ αποδοχής και πρόκλησης. Μήπως δεν έκανα ότι καλύτερο μπορούσα; τι θα γινόταν αν προσπαθούσα ακόμα περισσότερο; Δεν άντεχα όμως, είχα εξαντληθεί…


Σε αυτήν την κατάσταση, η θεμελιώδης ερώτηση που μπορεί να προκύψει είναι: “Πόση μητρότητα χρειάζεται το παιδί μου; Πρέπει να είμαι διαθέσιμος 24/7;”

Κατανοούμε ότι οι γονείς, είτε μητέρες είτε πατέρες, αντιμετωπίζουν ενοχές όταν βρίσκονται στη θέση να αφήσουν τα παιδιά τους, είτε πρόκειται για επαγγελματικές υποχρεώσεις είτε για προσωπικό χρόνο για αυτοφροντίδα, όπως βόλτα με φίλους, άθληση κτλ.

Σημαντικό είναι να αναγνωρίσουμε ότι η παρουσία ενός γονέα για όλο το χρονικό διάστημα δεν είναι απαραίτητη για τη δημιουργία μιας θετικής σχέσης με το παιδί.

Εάν ένας γονέας βιώνει ενοχή λόγω περιορισμένης παρουσίας, είναι σημαντικό να επισημαίνουμε ότι οι ποιοτικές στιγμές ουσιαστικής σύνδεσης που μοιράζονται με το παιδί τους, με προσοχή και αγάπη, μπορούν να είναι εξίσου επιδραστικές στην ανάπτυξη του παιδιού.

Η ενοχή σχετικά με το αν είναι επαρκής γονέας, παρά τον χρόνο που αφιερώνουν στη φροντίδα του παιδιού, είναι κοινή. Σημαντικό είναι να ενισχύσουμε την ιδέα ότι η ποιότητα της αλληλεπίδρασης και η έκφραση της αγάπης προς το παιδί είναι σημαντικότερες από την ποσότητα του χρόνου που δαπανάται.

Γνωρίζουμε ότι οι γονείς ωφελούνται τρομερά από τον χρόνο που δαπανούν χωριστά από την οικογένειά τους. Αυτός ο “χωρισμός” τους επιτρέπει να ανανεώνονται, να επικεντρώνονται στους προσωπικούς τους στόχους και ενδιαφέροντα, και απλώς να απολαμβάνουν χρόνο για να φροντίσουν τον εαυτό τους.

Παρ’ όλα αυτά, πολλοί γονείς ανησυχούν για το πώς αυτή η απόσταση επηρεάζει τα παιδιά τους, εκεί έχει ενδιαφέρον ο γονέας να αναρωτηθεί ποια είναι η δική του σχέση με τους αποχωρισμούς, είτε φυσικούς (χωροταξικούς, για παράδειγμα κάθε μήνα ο πατέρας έφευγε για ταξίδι) είτε συναισθηματικούς (για παράδειγμα το λεγόμενο silent treatment) όπου ως παιδί είχε βιώσει ως τιμωρία την βλεμματική απόσυρση του γονιού.

Είναι σημαντικό να προσθέσουμε μια αναπτυξιακή προοπτική σε αυτήν τη συζήτηση που μπορεί να βοηθήσει τους γονείς να αισθανθούν περισσότερη ασφάλεια. Οι στιγμές αυτο-φροντίδας και αυτο-ανανέωσης των γονέων δεν αποτελούν απειλή για την σχέση με τα παιδιά τους. Αντιθέτως, μπορεί να βελτιώσουν την ικανότητα των γονέων να προσφέρουν ποιοτική φροντίδα και να μείνουν ανοιχτοί και συνδεδεμένοι με τις ανάγκες των παιδιών τους.

Από την αναπτυξιακή αυτή οπτική γωνία, κατανοούμε ότι οι γονείς που φροντίζουν για τον εαυτό τους ενισχύουν την ικανότητά τους να είναι παρόντες και ευαισθητοποιημένοι γονείς, προσφέροντας την αναγκαία αγάπη και στήριξη στα παιδιά τους. Αυτή η ισορροπία ανάμεσα στην αυτο-φροντίδα και την παιδική φροντίδα είναι συχνά απολύτως απαραίτητη για την υγιή ανάπτυξη της σχέσης γονιού -παιδιού αλλά και την ανάπτυξη του παιδιού. Φροντισμένοι γονείς, φροντισμένα παιδιά.

Παρόλο που είναι αναμφισβήτητο ότι η διαθεσιμότητά σας και ο χρόνος που αφιερώνετε στο παιδί σας αποτελούν βασική προϋπόθεση για την ευημερία του, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι το παιδί σας έχει και άλλες σημαντικές αναπτυξιακές ανάγκες που εξυπηρετούνται μέσω της χωρικότητας στη σχέση.

Ένα από τα κύρια αναπτυξιακά καθήκοντα της πρώιμης παιδικής ηλικίας είναι ο χωρισμός και η εξατομίκευση. Το παιδί χρειάζεται να αναπτύξει την ικανότητα να λειτουργεί ως ξεχωριστό, ανεξάρτητο άτομο. Κατά τη γέννηση, το παιδί βιώνει μια στενή συναισθηματική σύνδεση με τη μητέρα του. Σε αυτό το αρχικό στάδιο, το παιδί εξαρτάται απόλυτα από τη μητέρα του για την ικανοποίηση κάθε ανάγκης του.

Σταδιακά, το παιδί αρχίζει να ανακαλύπτει την “ξεχωριστότητά” του μέσα από μια σειρά δραστηριοτήτων. Αρχικά, εξερευνά τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών του, ανακαλύπτοντας τον κόσμο των αισθήσεών του. Παίζει μόνο του στις γωνιές του σπιτιού με τα παιχνίδια του, αναπτύσσοντας τη δημιουργικότητά του και την αυτονομία του.

Καθώς μεγαλώνει, καθίσταται ικανό να στέκεται όρθιο και να εξερευνά το περιβάλλον του. Συχνά, κάνει απόπειρες να απομακρύνεται από το γονέα του και, στη συνέχεια, να επιστρέφει κοντά του για την ασφάλειά του. Μέσα από αυτές τις δραστηριότητες, το παιδί κατανοεί σημαντικά μαθήματα: Κατανοεί ότι είναι ένα ξεχωριστό ατομικό όν, που μπορεί να ανακαλύπτει τον κόσμο μόνο του, να αισθάνεται ασφάλεια στην αυτονομία του και να αποκτά την αίσθηση της επιτυχίας στις δραστηριότητές του.

Καθώς βρίσκεστε στη δουλειά ή ασχολείστε με άλλες δραστηριότητες και το παιδί σας φροντίζεται από έναν αξιόπιστο φροντιστή ή μέλος της οικογένειάς, αυτή η εμπειρία μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά εκπαιδευτική για το παιδί σας. Κατά τη διάρκεια αυτών των χρονικών διαστημάτων, το παιδί αναπτύσσει σημαντικές κοινωνικές δεξιότητες που είναι απαραίτητες για την αλληλεπίδρασή του με άλλα άτομα πέραν των γονέων του. Αναπτύσσει επίσης την αίσθηση της ασφάλειας, γνωρίζοντας ότι μπορεί να εμπιστευθεί άλλους για τη φροντίδα του.

Καθώς το παιδί μεγαλώνει, το να έχει εμπειρίες όπως τον ύπνο μακριά από τους γονείς του ή την προσχολική εκπαίδευση αποτελεί σημαντικό μέρος της ανάπτυξής του. Κατά τη διάρκεια αυτών των εμπειριών, το παιδί κατανοεί ότι μπορεί να αντιμετωπίσει καταστάσεις όπου είναι χωριστά από τους γονείς του, νιώθει ασφάλεια και εμπιστοσύνη στον εαυτό του, και γνωρίζει ότι οι γονείς του θα επιστρέψουν πάντα. Αυτές οι εμπειρίες ενισχύουν την εμπιστοσύνη των παιδιών στον εαυτό τους και στον κόσμο γύρω τους. Έτσι, μπορούν να αντιμετωπίζουν τη ζωή με αυτοπεποίθηση καθώς μεγαλώνουν.

Η “ποσότητα” της γονεϊκότητας που χρειάζεται για τη φυσιολογική ανάπτυξη ενός παιδιού διαφέρει ανά περίπτωση και εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της ηλικίας του παιδιού, των προσωπικών αναγκών του, του περιβάλλοντος, και της υποστήριξης που λαμβάνει από άλλους γονείς ή φροντιστές.

Οι βασικές ανάγκες του παιδιού περιλαμβάνουν τη φυσική φροντίδα (τροφή, ύπνο, υγιεινή), την ασφάλεια, την αγάπη και την επικοινωνία. Το παιδί χρειάζεται επίσης ευκαιρίες για παιχνίδι, εξερεύνηση και μάθηση. Σημαντικό είναι επίσης να προωθείται η ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης, της αυτονομίας και της κοινωνικής δεξιότητας.

Οι γονείς πρέπει να είναι διαθέσιμοι για το παιδί τους, να τον υποστηρίζουν και να τον αγαπούν. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει απαρίθμηση ανελέητων ωρών διαρκούς παρακολούθησης. Είναι σημαντικό να υπάρχει ισορροπία μεταξύ της παρουσίας των γονέων και της ανεξαρτησίας του παιδιού, ώστε να τον ενθαρρύνετε να αναπτύξει την αυτονομία, την αυτοπεποίθηση και τις κοινωνικές δεξιότητες του.

Συνοψίζοντας, η φροντίδα και η παρουσία είναι σημαντικές, αλλά η υπερβολική προστασία και παρακολούθηση μπορεί να εμποδίσουν την ανάπτυξη του παιδιού. Κάθε παιδί είναι μοναδικό και απαιτεί διαφορετική προσέγγιση και με βεβαιότητα σας λέω ότι δεν υπάρχουν συνταγές. Το ίδιο το παιδί θα σας μάθει πως να είστε γονείς, απλά παρατηρήστε το καθώς παρατηρείτε τον εαυτό σας.


Κλείνω αυτό το άρθρο με τα λόγια του D.W. Winnicott, ο οποίος μας είπε ότι δεν υπάρχει τέλειος γονιός  αλλά υπάρχει ο αρκετά καλός γονιός:

“Η ενοχή είναι ένας σκληρός εχθρός της γονεϊκότητας. Κάνετε ό,τι μπορείτε με αγάπη, και αυτό είναι αρκετό.” 

elGreek

Subscribe to the Newsletter

Subscribe to our email newsletter today to receive updates on the latest news, tutorials and special offers!