Οι Τρεις Στυλοβάτες της Αυτοπεποίθησης και τα τρία βήματα προς την ελευθερία και την ικανοποίηση στις σχέσεις
Η αυτοπεποίθηση, βασική προϋπόθεση της ψυχικής μας υγείας, είναι αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικής ανάπτυξης και της ικανοποίησης στις σχέσεις μας. Μέσα από τις τρεις λέξεις-κλειδιά “οχι”, “θέλω”, και “νιώθω”, θα εξετάσουμε τη δύναμη που έχουν να διαμορφώνουν την αυτοπεποίθησή μας και να ανοίγουν τον δρόμο προς μια ζωή πλούσια σε εμπειρίες και συναισθήματα. Έπειτα θα διερευνήσουμε πως αυτές οι λέξεις χάθηκαν από το στόμα μας, ενώ σε όλους μας έχει δοθεί η ικανότητα τόσο να τις γνωρίζουμε όσο και να τις εκστομίζουμε. Τι γίνεται όμως εκείνες τις στιγμές που ενώ τις χρειαζόμαστε τόσο πολύ είναι σαν να μην τις ξέρουμε καθόλου; Στο τέλος θα έρθετε σε επαφή με μια “φόρμουλα” επικοινωνίας την οποία θα μπορείτε να χρησιμοποιείτε κάθε φορά που νιώθετε ότι δεν γίνεστε κατανοητοί στους άλλους και ιδιαίτερα εκείνες τις στιγμές που νιώθετε έντονα συναισθήματα να σας “πνίγουν”.
“Όχι” – Η Τέχνη της Οριοθέτησης
Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε δυσκολία να πούμε “όχι” χωρίς να αισθανόμαστε ένοχοι ή ανασφαλείς. Ωστόσο, το “όχι” αποτελεί την πρώτη γραμμή άμυνας της αυτοπεποίθησής μας.
Η οριοθέτηση αποτελεί μια απαραίτητη διάσταση σε κάθε υγιή σχέση. Σε αυτό το πλαίσιο, το “όχι” αποκτά ιδιαίτερη σημασία ως η τέχνη της οριοθέτησης, ένα μέσο που επιτρέπει την αποτελεσματική έκφραση των αναγκών και των συναισθημάτων μας. Χωρίς να έχουν διασφαλιστεί οι τρόποι με τους οποίους επιθυμούμε να επικοινωνούμε δεν μπορεί να υπάρξει επικοινωνία. Για παράδειγμα, δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε όταν η ποιότητα της επικοινωνίας που διατηρούμε έχει χαρακτήρα υποτιμητικό και ειρωνικό. Οφείλουμε πρώτα να ορίσουμε το επιθυμητό πλαίσιο ορθώνοντας ένα ΟΧΙ στην υποτίμηση και την ειρωνεία και μετά αν αυτό γίνει αποδεκτό να συνεχίσουμε την επαφή. (“Παρατηρώ ότι γίνεσαι υποτιμητικός λέγοντας ότι είμαι χαζός, αυτό με υποβιβάζει και σου το απαγορεύω, αν θέλεις να συνεχίσουμε την κουβέντα μας αυτό θα γίνει μόνο αν το σταματήσεις και μου ζητήσεις συγνώμη, συμφωνείς;”).
Το “όχι” είναι πολύ περισσότερο από μια απλή αρνητική απάντηση. Είναι η αναγνώριση των ορίων μας, η αφοσίωση στην προσωπική μας ευεξία και η προάσπιση των αξιών μας. Εντός των σχέσεων, το “όχι” δεν πρέπει να θεωρείται εμπόδιο, αλλά αντίθετα, ένα εργαλείο που συμβάλλει στην ανάπτυξη της εμπιστοσύνης και του σεβασμού.
Η οριοθέτηση μέσω του “όχι” επιτρέπει την επιλεκτική επιλογή των δράσεων μας, ενώ παράλληλα συμβάλλει στην αποτροπή της υπερβολικής εξάντλησης όσον αφορά του να κάνει κάνεις, κυρίως, ότι του ζητάνε οι άλλοι. Στην κοινωνική και προσωπική μας ζωή, η ικανότητα να πούμε “όχι” επιτρέπει την απομάκρυνση από τον ρόλο του θύματος και ενισχύει την υγιή αυτονομία κοντά στους άλλους. Επιπλέον, το “όχι” ανοίγει τον δρόμο για ειλικρινείς και εμπιστευτικές συνομιλίες, προάγοντας έτσι την έκφραση των αναγκών, των συναισθημάτων και των επιθυμιών μας.
Σε κάθε τομέα της ζωής μας, το “όχι” δημιουργεί τη βάση για την αυθεντική και ισορροπημένη ύπαρξή μας. Είναι ένα βήμα προς την αυτοεκτίμηση, την συναισθηματική αυτονομία και την επίτευξη ευτυχίας σε όλες τις πτυχές της ζωής μας. Έτσι, το “όχι” μεταμορφώνεται από απλή λέξη σε δυναμικό εργαλείο για τη δημιουργία των επιτυχημένων, ευεργετικών σχέσεων που επιθυμούμε.
“Θέλω” – Η Ανακάλυψη του Εαυτού μας
Το “θέλω” αντιπροσωπεύει την εκδήλωση των πραγματικών επιθυμιών και αναγκών μας. Κάποιες φορές, η έλλειψη αυτής της φωνής μας οδηγεί σε ανεπιθύμητους συμβιβασμούς και ανασφάλεια. Το “θέλω” είναι πολύ περισσότερο από μια απλή λέξη. Είναι η αρχή μιας εξερεύνησης, η ανακάλυψη του εσωτερικού μας κόσμου, και η αφορμή για την επίτευξη των προσωπικών μας στόχων. Ορίζοντας το “θέλω,” θέτουμε τον εαυτό μας στο κέντρο της προσοχής μας. Αντί να ακολουθούμε προσδοκίες των άλλων, εξετάζουμε τις δικές μας επιθυμίες. Το “θέλω” είναι επίσης το ξεκίνημα για την αυτογνωσία. Καθώς αναζητούμε τις βαθύτερες επιθυμίες μας, ερχόμαστε σε επαφή με τις αληθινές αξίες μας και τις πτυχές που μας κάνουν μοναδικούς. Μέσα από αυτήν την ανακάλυψη, αρχίζουμε να διαμορφώνουμε έναν βαθύτερο διάλογο με τον εαυτό μας. Ενίοτε, το “θέλω” μπορεί να φαίνεται δύσκολο να εκφραστεί. Οι φόβοι, οι αμφιβολίες και οι εγγραφές μας μπορεί να μας σταματήσουν. Ωστόσο, το να επιτρέπουμε στο “θέλω” να οδηγεί τις ενέργειές μας μπορεί να μας ανοίξει νέους δρόμους και ευκαιρίες. Αν και η ανακάλυψη του εαυτού μας μέσω του “θέλω” μπορεί να είναι πρόκληση, είναι επίσης ένα ταξίδι αυτογνωσίας, μια “ισόβια” διεργασία! Είναι η διαδρομή προς την πραγματοποίηση των ονείρων μας, την ανάπτυξη των δεξιοτήτων μας και τη δημιουργία μιας ζωής που αντικατοπτρίζει τα πραγματικά μας πάθη και ανάγκες.
“Νιώθω” – Η Ενδυνάμωση μέσω της Συναισθηματικής Εκφραστικότητας
Οι συναισθηματικές μας αντιδράσεις και αντιλήψεις είναι σημαντικά στοιχεία της αυτοπεποίθησής μας. Το “νιώθω” μας δίνει το θάρρος να εκφραστούμε και να αποκαλύψουμε την πραγματική μας συναισθηματική μας κατάσταση. Μέσω τεχνικών αυτοεξέτασης, θα εξετάσουμε πώς μπορούμε να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας με αυθεντικότητα. Η διαδικασία του “νιώθω” αποκρυσταλλώνει την ενδυνάμωση μας μέσα από τη συναισθηματική εκφραστικότητα. Η ικανότητα να αναγνωρίζουμε, να εξερευνούμε και να εκφράζουμε τα συναισθήματά μας αποτελεί τον βασικό τρόπο για να επικοινωνούμε πρώτα με τον εαυτό μας και μετά με τους άλλους.
Όταν αποφασίζουμε να δώσουμε χώρο στο “νιώθω,” ανοίγουμε την πόρτα για να εξερευνήσουμε τα βάθη των συναισθημάτων μας. Το να είμαστε πρόθυμοι να αντιμετωπίσουμε τις χαρές, τις θλίψεις, τον φόβο και την αγωνία μας μας επιτρέπει να αναπτύξουμε μια πιο βαθιά και συνδεδεμένη σχέση με τον εαυτό μας.
Η συναισθηματική εκφραστικότητα δεν αφορά μόνο την εσωτερική μας διάθεση, αλλά και την επικοινωνία μας με τους άλλους. Μέσα από την ειλικρίνεια των συναισθημάτων μας, δημιουργούμε γέφυρες αλληλοκατανόησης και εμπιστοσύνης. Οι σχέσεις μας ενδυναμώνονται όταν μοιραζόμαστε ανοιχτά τα συναισθήματά μας, δίνοντας τη δυνατότητα στους άλλους να μας στηρίξουν και να μας κατανοήσουν. Η συναισθηματική εκφραστικότητα είναι μια διαδικασία αυτο-ανακάλυψης. Καθώς εξετάζουμε και αναλύουμε τα συναισθήματά μας, αναπτύσσουμε μια βαθύτερη συνείδηση του εαυτού μας.
Οι λέξεις “οχι”, “θέλω”, και “νιώθω” είναι πολύ περισσότερο από απλές λέξεις. Αποτελούν τη βάση της αυτοπεποίθησής μας και τον δρόμο προς την ελευθερία και την ικανοποίηση. Μέσα από την ανάπτυξη αυτών των λέξεων, μπορούμε να ανοίξουμε νέους ορίζοντες στις σχέσεις μας, να ενισχύσουμε την αυτοπεποίθησή μας και να ζήσουμε με πληρότητα τη ζωή που επιθυμούμε.
Πως και χάθηκαν οι λέξεις αυτές στην πορεία της ζωής μας;
Οι λέξεις που χρησιμοποιεί και που δεν χρησιμοποιεί ένας θεραπευόμενος με οδηγούν με εξαιρετική ακρίβεια στον εντοπισμό των πιθανών δυναμικών των σχέσεων στην παιδική του ηλικία. Αν για παράδειγμα δεν έχει στο λεξιλόγιό του τις λέξεις θέλω και επιθυμώ τότε αρχίζω να διερωτώμαι τι συνέβη ή τι συνέβαινε στην οικογένειά του και αυτές οι λέξεις ήταν απαγορευμένες. Πολύ συχνά συναντώ παραδείγματα παιδιών που αναπτύσσονται μέσα σε οικογενειακά συστήματα των οποίων κυριαρχούν οι επιθυμίες ή αλλιώς οι ανεπεξέργαστες τραυματικές εμπειρίες των γονιών έναντι των αυθόρμητων, αυθεντικών παιδικών επιθυμιών που αναβλύζουν από τα παιδιά τους. Είναι φυσικό όταν ένα παιδί νιώθει μέσα του ένα συναίσθημα αυτό να οδηγηθεί από τα σπλάχνα του στο στόμα του και να βγει με φωνή και λέξεις ώστε να ακουστεί και να ικανοποιηθεί. Αυτή είναι η φυσιολογική λειτουργία των συναισθημάτων: ξεκινώντας από ερέθισμα από το περιβάλλον ή μέσα από το σώμα (εσωτερικό περιβάλλον) να γεννιέται μία αίσθηση στα σπλάχνα και αυτή να οδεύει προς τα έξω αναζητώντας την ικανοποίηση της μέσω της έκφρασης της. Αν όμως αυτή η πολύ φυσιολογική διεργασία διακόπτεται και δεν ολοκληρώνεται, τότε το αποτέλεσμα στο τότε παιδί είναι, χωρίς να το συνειδητοποιεί, να αποχωρίζεται από αυτόν τον υγιή τρόπο έκφρασης και να βρίσκει άλλους τρόπους πιθανόν λιγότερο λειτουργικούς για να εκφράσει τις ανάγκες του. Ένα κλασικό παράδειγμα αυτού αποτελεί η γνωστή πλέον σε όλους μας σωματοποίηση του άγχους. Αυτό δημιουργείται όταν στο οικογενειακό πλαίσιο οι βαθύτερες ανάγκες για έκφραση, σύνδεση και εξερεύνηση του περιβάλλοντος δεν ικανοποιούνται συνεπώς το καταπιεσμένο συναίσθημα το κρατάει το σώμα σφίγγοντας ασυνείδητα σπλαχνικούς και σκελετικούς μυς. Αν αυτό επαναλαμβάνεται τότε φτάνει μια στιγμή κατά την οποία δημιουργούνται έντονοι σπασμοί σε βαθμό που είναι ικανοί να δημιουργήσουν έντονο σωματικό πόνο και συμπτώματα τα οποία μπορούν να μιμηθούν παθολογικές καταστάσεις (πχ πόνος στην κοιλιακή χώρα, πόνος στην περιοχή της καρδιάς, ζαλάδες, ημικρανίες κτλ) τότε οι γονείς είναι πιο πιθανό να ανταποκριθούν στον πόνο του παιδιού με αποτέλεσμα να ενισχύσουν ένα καθόλου λειτουργικό τρόπο συνδέσεις με το παιδί τους. Το να αγνοούν τις συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού οδηγεί στην εγκαθίδρυση ενός τύπου «σχετίζεστε» που έχει να κάνει με τον πόνο. Με άλλα λόγια το παιδί ως ενήλικας θα σχετιστεί με τον εαυτό του, με τους άλλους και με τον κόσμο όχι με τις χάρες, τις αξίες, το ταλέντο και τις ικανότητές του αλλά με το πόσο πονεμένος, κακοποιημένος, κουρασμένος και αδικημένος είναι από την ζωή. Στην επικοινωνία του, με άλλα λόγια, κυριαρχεί το παράπονο που πιθανό να βαραίνει τους άλλους και συνεπώς οι άλλοι απομακρύνονται από κοντά του μην μπορώντας να ακούσουν τις συναισθηματικές ανάγκες του και έτσι επαναλαμβάνει την ιστορία της ζωής του (να βιώνει τις σχέσεις με μοναξιά χωρίς φροντίδα όπως ακριβώς συνέβαινε και με τους γονείς του).
Σε προσκαλώ να αναρωτηθείς καθώς παρατηρείς μέσα στις μέρες τον εαυτό σου: “με ποιον τρόπο σχετίζομαι με τους άλλους; Συνδέομε με έναν τρόπο θετικό, ευχάριστο, ακόμα και επικοινωνώντας δυσάρεστα συναισθήματα; Ή μήπως κυριαρχεί στον τρόπο που συνδέομαι το παράπονο; μήπως οι άλλοι με λένε γκρινιάρη/γκρινιάρα;”
Και τώρα η “φόρμουλα” (όχι μαγική!) που σου υποσχέθηκα. Η φόρμουλα αυτή είναι το πώς κανείς δομεί μία πρόταση αυτοπεποίθησης η οποία από μόνη της είναι αποτελεσματική για να τοποθετήσει την επικοινωνία σε ένα οριοθετημένο, επιθυμητό πλαίσιο.
Το πρώτο βήμα είναι να καθρεφτίσεις στον συνομιλητή σου την κατάσταση που βιώνεις. Το πιο συνηθισμένο είναι να υπάρχει ανάγκη να καθρεφτιστεί ο τρόπος με τον οποίον γίνεται η επικοινωνία. Για παράδειγμα: “παρατηρώ ότι μιλάς με έντονη φωνή…”
Το δεύτερο βήμα είναι να χρησιμοποιήσει κάνεις το ρήμα νιώθω. Δηλαδή να αναρωτηθεί πως νιώθω με τη συγκεκριμένη κατάσταση; Στο παράδειγμά μας: “πώς νιώθω που ο συνομιλητής μου μιλάει με έντονη φωνή;” Η απάντηση θα μπορούσε να ότι νιώθω πίεση.
Τρίτο και τελευταίο βήμα είναι να χρησιμοποιήσουμε το ρήμα θέλω και να εκφράσουμε αυτό που προστάζει το συναίσθημα μας δηλαδή η απάντηση στην ερώτηση του βήματος νούμερο 2. Στο παράδειγμά μας απάντηση μπορεί να είναι: “θέλω να μιλάμε σε χαμηλότερη ένταση”.
Αν τα συνοψίσουμε τότε αυτό που χρειάζεται να κάνουμε είναι να συμπληρώσουμε τα αντίστοιχα κενά στην παρακάτω πρόταση.
Παρατηρώ/βλέπω ότι συμβαίνει……..…με αυτό νιώθω……… και επιθυμώ/θέλω να…………..
Κλείνοντας, για να μεγιστοποιήσουμε την απόδοση αυτής της “φόρμουλας” και να μην περάσουμε το λάθος μήνυμα είναι σημαντικό να γίνουν και τα τρία βήματα. Εάν κανείς μείνει στα δύο πρώτα τότε κρατάει τον εαυτό του σε μία παιδική θέση από την οποία περιμένει ο άλλος να καταλάβει τι χρειάζεται ο ίδιος. Εάν δεν ολοκληρωθεί και το τρίτο βήμα τότε η έκφραση δεν αποτελεί έκφραση αυτοπεποίθησης-διεκδίκησης μέσα από αυθεντικότητα αλλά ακούγεται ως παράπονο και γκρίνια προς τον συνομιλητή μας.
Σε κάθε “όχι,” κάθε “θέλω,” και κάθε “νιώθω,” ανοίγει ένας ολόκληρος κόσμος ευκαιριών και ανακαλύψεων. Αυτές οι τρεις λέξεις συνθέτουν τον πυρήνα της αυτοπεποίθησης, της αυτογνωσίας και της συναισθηματικής ευαισθησίας. Είναι εργαλεία που μπορούμε να αξιοποιήσουμε για να δημιουργήσουμε μια πλούσια και ενδυναμωτική ζωή.
Κάθε “όχι,” “θέλω,” και “νιώθω” είναι μια ευκαιρία για εξέλιξη και μεταμόρφωση. Είναι η πύλη προς μια ζωή γεμάτη αυθεντικότητα, πάθος και ευεξία. Είναι οι λέξεις που μας καθοδηγούν προς την αυτο-ανακάλυψη, την αυτοπεποίθηση και την εσωτερική ειρήνη.